ἀδίδακτον

ἀδίδακτον
ἀδίδακτος
untaught
masc/fem acc sg
ἀδίδακτος
untaught
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αδίδακτος — η, ο (Α ἀδίδακτος, ον) [διδάσκω] 1. αυτός που δεν έχει διδαχθεί κάτι, απληροφόρητος, αμαθής 2. που δεν έγινε αντικείμενο διδασκαλίας, που δεν τόν δίδαξε κανείς («αδίδακτο κείμενο») 3. ο αμαθής αρχ. 1. αυτός που δεν έχει εξασκηθεί σε κάτι 2. που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”